εξαγιασμός

εξαγιασμός
ο
1) рел освящение; 2) см. εξάγνισις

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εξαγιασμός" в других словарях:

  • εξαγιασμός — ο 1. μεταβολή ανθρώπου ή πράγματος σε άγιο, εξαγίαση, αγιοποίηση, καθαγίαση, εξαγνισμός 2. καθιέρωση, μεταβολή ενός τόπου σε ιερό, αφιέρωση ενός χώρου σε άγιο, στον θεό ή σε ναό …   Dictionary of Greek

  • εξαγιασμός — ο 1. ο καθαγιασμός, η καθαγίαση. 2. μτφ., ο εξαγνισμός. 3. η καθιέρωση χώρου ως ιερού, η αφιέρωσή του σε θεό ή άγιο ή ναό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευλόγηση — η (Μ εὐλόγησις) [εὐλογώ] η ευλογία που τελείται από ιερέα, ο αγιασμός, ο εξαγιασμός μσν. η τελετή τού γάμου, η στέψη …   Dictionary of Greek

  • καθαγίαση — η καθαγιασμός, εξαγιασμός: Μια φορά το χρόνο κάνουμε καθαγίαση του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»